- λευκοφαής
- λευκοφαής (Α)λευκός, λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + -φαής (< φάος [τὸ] «φως, λάμψη»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκοφαής — white gleaming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφαῆ — λευκοφαής white gleaming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λευκοφαής white gleaming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λευκοφαής white gleaming masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek